- παραβολικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραβολή: Παραβολικός λόγος, παραβολική κίνηση, ταχύτητα, τροχιά, παραβολικό κάτοπτρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραβολικός — expressive of comparison masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβολικός — ή, ό / παραβολικός, ή, όν, ΝΑ [παραβολή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παραβολή, αλληγορικός («παραβολικός λόγος») νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχήμα γεωμετρικής παραβολής 2. φρ. α) «παραβολική θερμάστρα» (ηλεκτρολ.) ηλεκτρική θερμάστρα με… … Dictionary of Greek
παραβολικώτερον — παραβολικός expressive of comparison adverbial comp παραβολικός expressive of comparison masc acc comp sg παραβολικός expressive of comparison neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβολικῶν — παραβολικός expressive of comparison fem gen pl παραβολικός expressive of comparison masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβολικόν — παραβολικός expressive of comparison masc acc sg παραβολικός expressive of comparison neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβολικαῖς — παραβολικός expressive of comparison fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβολικοῖς — παραβολικός expressive of comparison masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβολικοί — παραβολικός expressive of comparison masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβολικοῦ — παραβολικός expressive of comparison masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβολικῆς — παραβολικός expressive of comparison fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)